οὐρήθρη

οὐρήθρη
οὐρήθρα
urethra
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οὐρήθρῃ — οὐρήθρα urethra fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”